Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ba.le/

déballer (fr)

  1. αφαιρώ τη συσκευασία, ανοίγω, ξετυλίγω
    venez déballer vos cadeaux ! ελάτε να ανοίξετε τα δώρα σας!
     αντώνυμα: emballer
  2. (οικείο) αδειάζω, αραδιάζω
    il faut déballer tous les cartons de déménagement - πρέπει να αδειάσουμε όλα τα κιβώτια της μετακόμισης
  3. (οικείο) φανερώνω κάτι μυστικό, αραδιάζω
    il a commencé à déballer tous mes secrets - άρχισε να αραδιάζει όλα μου τα μυστικά
     συνώνυμα: confesser, dévoiler, s'épancher, s'ouvrir, vider son sac
     αντώνυμα: taire