Ετυμολογία

επεξεργασία
αραδιάζω < αράδα + -ιάζω

αραδιάζω, πρτ.: αράδιαζα, στ.μέλλ.: θα αραδιάσω, αόρ.: αράδιασα, παθ.φωνή: αραδιάζομαι, μτχ.π.π.: αραδιασμένος

  1. τοποθετώ παρόμοια αντικείμενα σε μια σειρά
  2. (συνήθως μειωτικό) λέω με τη σειρά κάποια γεγονότα ή παραθέτω επιχειρήματα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία