αραδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααραδιάζω, πρτ.: αράδιαζα, στ.μέλλ.: θα αραδιάσω, αόρ.: αράδιασα, παθ.φωνή: αραδιάζομαι, μτχ.π.π.: αραδιασμένος
- τοποθετώ παρόμοια αντικείμενα σε μια σειρά
- (συνήθως μειωτικό) λέω με τη σειρά κάποια γεγονότα ή παραθέτω επιχειρήματα
Συγγενικά
επεξεργασία- αράδιασμα
- αραδιασμένος
- → δείτε τη λέξη αράδα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αραδιάζω | αράδιαζα | θα αραδιάζω | να αραδιάζω | αραδιάζοντας | |
β' ενικ. | αραδιάζεις | αράδιαζες | θα αραδιάζεις | να αραδιάζεις | αράδιαζε | |
γ' ενικ. | αραδιάζει | αράδιαζε | θα αραδιάζει | να αραδιάζει | ||
α' πληθ. | αραδιάζουμε | αραδιάζαμε | θα αραδιάζουμε | να αραδιάζουμε | ||
β' πληθ. | αραδιάζετε | αραδιάζατε | θα αραδιάζετε | να αραδιάζετε | αραδιάζετε | |
γ' πληθ. | αραδιάζουν(ε) | αράδιαζαν αραδιάζαν(ε) |
θα αραδιάζουν(ε) | να αραδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αράδιασα | θα αραδιάσω | να αραδιάσω | αραδιάσει | ||
β' ενικ. | αράδιασες | θα αραδιάσεις | να αραδιάσεις | αράδιασε | ||
γ' ενικ. | αράδιασε | θα αραδιάσει | να αραδιάσει | |||
α' πληθ. | αραδιάσαμε | θα αραδιάσουμε | να αραδιάσουμε | |||
β' πληθ. | αραδιάσατε | θα αραδιάσετε | να αραδιάσετε | αραδιάστε | ||
γ' πληθ. | αράδιασαν αραδιάσαν(ε) |
θα αραδιάσουν(ε) | να αραδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αραδιάσει | είχα αραδιάσει | θα έχω αραδιάσει | να έχω αραδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αραδιάσει | είχες αραδιάσει | θα έχεις αραδιάσει | να έχεις αραδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αραδιάσει | είχε αραδιάσει | θα έχει αραδιάσει | να έχει αραδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αραδιάσει | είχαμε αραδιάσει | θα έχουμε αραδιάσει | να έχουμε αραδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αραδιάσει | είχατε αραδιάσει | θα έχετε αραδιάσει | να έχετε αραδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αραδιάσει | είχαν αραδιάσει | θα έχουν αραδιάσει | να έχουν αραδιάσει |
|