αράδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αράδα | οι | αράδες |
γενική | της | αράδας | των | αράδων |
αιτιατική | την | αράδα | τις | αράδες |
κλητική | αράδα | αράδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αράδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀράδα < σλαβικής προέλευσης ред (γραμμή, σειρά) < πρωτοσλαβική γλώσσα *rędъ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *arēydʰ- / *rēydʰ- / *rīdʰ- < *ar (πβ. ἀραρίσκω) (άλλη άποψη: < βενετική arada: αυλάκι που δημιουργείται από το αλέτρι, αλετριά)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈɾa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρά‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αράδα θηλυκό
Επίρρημα επεξεργασία
αράδα και στην αράδα
- το ένα μετά το άλλο, συνεχώς
επεξεργασία
- αραδαριά
- αραδιάζω
- αράδιασμα
- αραδιαστά
- αραδιαστός
- αράδιαστος
- αραδίζω
- αραδικός
- αραδίς
- αραδίτσα
- αραδωτός
- αράδωτος