Δείτε επίσης: Αράδα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αράδα οι αράδες
      γενική της αράδας των αράδων
    αιτιατική την αράδα τις αράδες
     κλητική αράδα αράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αράδα θηλυκό

  1. γραμμή, σειρά από πρόσωπα ή πράγματα
  2. γραμμή, στίχος σε κείμενο
      η πρώτη αράδα του αφηγήματος.

Παροιμίες

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία