Αράδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αράδα < γενική ενικού του αρσενικού Αράδας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɾa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρά‐δα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑράδα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑράδα αρσενικό