Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
file files

file (en)

  1. το αρχείο, σύνολο εγγράφων
  2. στοίχος, σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο
  3. λίμα
  4. (πληροφορική) αρχείο, σύνολο δεδομένων αποθηκευμένων σε σκληρό δίσκο ή άλλο ηλεκτρονικό αποθηκευτικό μέσο
  5. (πληροφορική) το σχήμα (scheme) στις διευθύνσεις URL που υποδηλώνει πρόσβαση σε αρχείο του τοπικού υπολογιστή
    URL: file:///C:/Users/aUser/test.html, για πρόσβαση στο αρχείο test.html με την χρήση φυλλομετρητή (browser)
    υπερώνυμο: scheme

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας file
γ΄ ενικό ενεστώτα files
αόριστος filed
παθητική μετοχή filed
ενεργητική μετοχή filing

file (en)

  1. (μεταβατικό) αρχειοθετώ, τοποθετώ και διατηρώ έγγραφα σε ένα συγκεκριμένο μέρος και με συγκεκριμένη σειρά, ώστε να μπορώ να τα βρίσκω εύκολα· τοποθετώ ένα έγγραφο σε κουτί, αρχείο κτλ.
    The study material has not been filed yet.
    Το υλικό της μελέτης δεν έχει ακόμη αρχειοθετηθεί.
    The documents must be filed.
    Τα έγγραφα πρέπει να αρχειοθετηθούν.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, νομικός όρος) υποβάλλω, καταθέτω επίσημο έγγραφο σε διοικητική ή δικαστική αρχή
    He filed a claim for damages.
    Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
    They will file a complaint.
    Θα καταθέσουν μήνυση.
    I am filing a lawsuit for damages.
    Εγείρω/Κάνω αγωγή για αποζημίωση.
  3. (αμετάβατο) συρρέω, κινούμαι σε μια σειρά ανθρώπων, το ένα μετά το άλλο, προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    Long before the delegates began to file into the convention hall…
    Πολύ πριν οι αντιπρόσωποι αρχίσουν να συρρέουν στην αίθουσα του συνεδρίου…
  4. (μεταβατικό) λιμάρω, κάνω λείο κάτι χρησιμοποιώντας μια λίμα
    She was filing her nails.
    Λιμάριζε τα νύχια της.
  5. (πληροφορική) αποθηκεύω ένα αρχείο σε σκληρό δίσκο ή άλλο ηλεκτρονικό αποθηκευτικό μέσο



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fil/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

file (fr) θηλυκό (πληθυντικός files)

  1. η ουρά : file d'attente
  2. η λωρίδα