Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρχειοθετώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρχειοθετώ
<
αρχείο
+
θέτω
Ρήμα
επεξεργασία
αρχειοθετώ
ταξινομώ
υλικό
σε
αρχείο
αρχειοθετώ
φακέλλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχειοθετώ
αγγλικά
:
archive
(en)
,
file
(en)
γαλλικά
:
archiver
(fr)
γερμανικά
:
archivieren
(de)
ολλανδικά
:
archiveren
(nl)
ρωσικά
:
архивировать
(ru)
(
arkhivírovat’
)
σουηδικά
:
arkivera
(sv)
φινλανδικά
:
arkistoida
(fi)