Ετυμολογία

επεξεργασία

λιμάρω

  1. κάνω λείο ένα (συνήθως) μεταλλικό αντικείμενο ή μειώνω το πάχος του, χρησιμοποιώντας μια λίμα
  2. (μεταφορικά) φλυαρώ

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη λίμα

Μεταφράσεις

επεξεργασία