λιμάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλιμάρω
- κάνω λείο ένα (συνήθως) μεταλλικό αντικείμενο ή μειώνω το πάχος του, χρησιμοποιώντας μια λίμα
- (μεταφορικά) φλυαρώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λίμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιμάρω | λίμαρα | θα λιμάρω | να λιμάρω | λιμάροντας | |
β' ενικ. | λιμάρεις | λίμαρες | θα λιμάρεις | να λιμάρεις | λίμαρε | |
γ' ενικ. | λιμάρει | λίμαρε | θα λιμάρει | να λιμάρει | ||
α' πληθ. | λιμάρουμε | λιμάραμε | θα λιμάρουμε | να λιμάρουμε | ||
β' πληθ. | λιμάρετε | λιμάρατε | θα λιμάρετε | να λιμάρετε | λιμάρετε | |
γ' πληθ. | λιμάρουν(ε) | λίμαραν λιμάραν(ε) |
θα λιμάρουν(ε) | να λιμάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λίμαρα | θα λιμάρω | να λιμάρω | λιμάρει | ||
β' ενικ. | λίμαρες | θα λιμάρεις | να λιμάρεις | λίμαρε | ||
γ' ενικ. | λίμαρε | θα λιμάρει | να λιμάρει | |||
α' πληθ. | λιμάραμε | θα λιμάρουμε | να λιμάρουμε | |||
β' πληθ. | λιμάρατε | θα λιμάρετε | να λιμάρετε | λιμάρτε | ||
γ' πληθ. | λίμαραν λιμάραν(ε) |
θα λιμάρουν(ε) | να λιμάρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λιμάρει | είχα λιμάρει | θα έχω λιμάρει | να έχω λιμάρει | ||
β' ενικ. | έχεις λιμάρει | είχες λιμάρει | θα έχεις λιμάρει | να έχεις λιμάρει | έχε λιμαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει λιμάρει | είχε λιμάρει | θα έχει λιμάρει | να έχει λιμάρει | ||
α' πληθ. | έχουμε λιμάρει | είχαμε λιμάρει | θα έχουμε λιμάρει | να έχουμε λιμάρει | ||
β' πληθ. | έχετε λιμάρει | είχατε λιμάρει | θα έχετε λιμάρει | να έχετε λιμάρει | έχετε λιμαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν λιμάρει | είχαν λιμάρει | θα έχουν λιμάρει | να έχουν λιμάρει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) λιμαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) λιμαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) λιμαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) λιμαρισμένο |