Δείτε επίσης: Λίμα, λιμά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λίμα οι λίμες
      γενική της λίμας των λιμών
    αιτιατική τη λίμα τις λίμες
     κλητική λίμα λίμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
(στρογγυλή) λίμα

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λίμα θηλυκό

  1. εργαλείο με μικρές οδοντωτές προεξοχές, που χρησιμεύει στη λείανση μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών και αντικειμένων, ή να λειαίνουμε τα νύχια των χεριών και των ποδιών (στο μανικιούρ/πεντικιούρ)
  2. (μεταφορικά, προφορικό) φλυαρία
      Έφυγα από το σπήτι μου με την πρόθεση να επισκεφθώ μιαν έκθεσιν ζωγραφικής κάποιου καλού μας καλλιτέχνη, όταν... ο φίλος που συναντούμε στο δρόμο για να μας αλλάξη το πρόγραμμα όταν δεν μας αλλάζη τον αδόξαστο με τη λίμα του με παρέσυρε σ' ένα φιλικό τσάϊ.
    Σύλβιος, Έκθεσις... ζωγραφικής [Διήγημα], Περιοδικό Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τεύχος 5, 28 Μαρτίου 1926
  3. (συνεκδοχικά) φλύαρος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λίμα θηλυκό

  1. (προφορικό) πείνα
  2. (προφορικό) λαιμαργία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία