λίμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λίμα | οι | λίμες |
γενική | της | λίμας | των | λιμών |
αιτιατική | τη | λίμα | τις | λίμες |
κλητική | λίμα | λίμες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- λίμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lima < λατινική lima < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lei-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐μα
- ομόηχα: Λίμα, λήμμα, λύμα
- τονικό παρώνυμο: λιμά
Ουσιαστικό επεξεργασία
λίμα θηλυκό
- εργαλείο με μικρές οδοντωτές προεξοχές, που χρησιμεύει στη λείανση μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών και αντικειμένων, ή να λειαίνουμε τα νύχια των χεριών και των ποδιών (στο μανικιούρ/πεντικιούρ)
- (μεταφορικά, προφορικό) φλυαρία
- (συνεκδοχικά) φλύαρος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- λίμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λίμα < λιμ(άζω) + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
λίμα θηλυκό