λίμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λίμα | οι | λίμες |
γενική | της | λίμας | των | λιμών |
αιτιατική | τη | λίμα | τις | λίμες |
κλητική | λίμα | λίμες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- λίμα < ιταλική lima < λατινική lima < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *lei-
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
λίμα θηλυκό
- εργαλείο με μικρές οδοντωτές προεξοχές, που χρησιμεύει στη λείανση μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών και αντικειμένων, ή να λειαίνουμε τα νύχια των χεριών και των ποδιών (στο μανικιούρ/πεντικιούρ)
- (μεταφορικά) (προφορικό) φλυαρία
- (συνεκδοχικά) φλύαρος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- λίμα < μεσαιωνική ελληνική λίμα < λιμ(άζω) + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
λίμα θηλυκό