limo
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
limo | limos |
Ετυμολογία
επεξεργασία- limo < περικοπή του limousine
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlimo (en)
- (ανεπίσημο) άλλη μορφή του limousine
Πηγές
επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | limo | limoj |
αιτιατική | limon | limojn |
limo (eo)