φλυαρώ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φλυαρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλυαρέω-ῶ[1] < φλύαρος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /fli.aˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλυ‐α‐ρώ
ΡήμαΕπεξεργασία
φλυαρώ
- μιλώ άσκοπα για πολλά και διάφορα θέματα, πολυλογώ, αερολογώ
- ↪ Ήταν πίσω μου στην ουρά δύο γυναίκες που φλυαρούσαν ασταμάτητα και έκαναν την ορθοστασία και την αναμονή ακόμα πιο οδυνηρές
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φλυαρώ
Επεξεργασία
- ↑ φλυαρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.