αερολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αερολογώ < αερολόγ(ος) (αερο- + -λόγος) + -ώ (-λογώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐λο‐γώ
- τονικό παρώνυμο: αερολόγο
Ρήμα
επεξεργασίααερολογώ, πρτ.: αερολογούσα, αόρ.: αερολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- λέω λόγια του αέρα, άσκοπα και χωρίς νόημα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αερολογώ | αερολογούσα | θα αερολογώ | να αερολογώ | αερολογώντας | |
β' ενικ. | αερολογείς | αερολογούσες | θα αερολογείς | να αερολογείς | ||
γ' ενικ. | αερολογεί | αερολογούσε | θα αερολογεί | να αερολογεί | ||
α' πληθ. | αερολογούμε | αερολογούσαμε | θα αερολογούμε | να αερολογούμε | ||
β' πληθ. | αερολογείτε | αερολογούσατε | θα αερολογείτε | να αερολογείτε | αερολογείτε | |
γ' πληθ. | αερολογούν(ε) | αερολογούσαν(ε) | θα αερολογούν(ε) | να αερολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αερολόγησα | θα αερολογήσω | να αερολογήσω | αερολογήσει | ||
β' ενικ. | αερολόγησες | θα αερολογήσεις | να αερολογήσεις | αερολόγησε | ||
γ' ενικ. | αερολόγησε | θα αερολογήσει | να αερολογήσει | |||
α' πληθ. | αερολογήσαμε | θα αερολογήσουμε | να αερολογήσουμε | |||
β' πληθ. | αερολογήσατε | θα αερολογήσετε | να αερολογήσετε | αερολογήστε | ||
γ' πληθ. | αερολόγησαν αερολογήσαν(ε) |
θα αερολογήσουν(ε) | να αερολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αερολογήσει | είχα αερολογήσει | θα έχω αερολογήσει | να έχω αερολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αερολογήσει | είχες αερολογήσει | θα έχεις αερολογήσει | να έχεις αερολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αερολογήσει | είχε αερολογήσει | θα έχει αερολογήσει | να έχει αερολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αερολογήσει | είχαμε αερολογήσει | θα έχουμε αερολογήσει | να έχουμε αερολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αερολογήσει | είχατε αερολογήσει | θα έχετε αερολογήσει | να έχετε αερολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αερολογήσει | είχαν αερολογήσει | θα έχουν αερολογήσει | να έχουν αερολογήσει |
|