Δείτε επίσης: αερολόγο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αερολογώ < αερολόγ(ος) (αερο- + -λόγος) + (-λογώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.e.ɾo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο‐λο‐γώ
τονικό παρώνυμο: αερολόγο

αερολογώ, πρτ.: αερολογούσα, αόρ.: αερολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία