Ετυμολογία

επεξεργασία
nonsense < non- + sense

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nonsense (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η ανοησία, η κουταμάρα, η σαχλαμάρα, ιδέες, δηλώσεις ή πεποιθήσεις που θεωρώ ανόητες ή μη αληθινές· προφορικές ή γραπτές λέξεις που δεν έχουν σημασία ή δεν έχουν νόημα
    ⮡  I was amazed at her nonsense.
    Έμεινα κατάπληκτος από την ανοησία της.
    ⮡  It’s nonsense to believe that…
    Είναι ανοησία να πιστεύεις ότι…
    ⮡  Everything I told him, he called nonsense.
    Όσα του διηγήθηκα, τα είπε ανοησίες.
    ⮡  What you said was a lot of nonsense.
    Αυτό που είπες ήταν μεγάλη ανοησία.
    ⮡  Don’t say nonsense.
    Μη λες κουταμάρες.
    ⮡  What you said was nonsense.
    Αυτό που είπες ήταν σαχλαμάρα.
     συνώνυμα:  absurdity, baloney, batshit, bullcrap, bullshit, bunk, crap, drivel, garbage, gibberish, horseshit, foolishness και stupidity
  2. η ανοησία, η κουταμάρα, η σαχλαμάρα, ανόητη ή απαράδεκτη συμπεριφορά
    ⮡  His nonsense will get us in big trouble.
    Οι ανοησίες/κουταμάρες του θα μας βάλουν σε μεγάλους μπελάδες.
    ⮡  He doesn’t take any nonsense.
    Δεν σηκώνει σαχλαμάρες.

Άλλες μορφές

επεξεργασία