- nonsense < non- + sense
nonsense (en) (μη μετρήσιμο)
- η ανοησία, η κουταμάρα, η σαχλαμάρα, ιδέες, δηλώσεις ή πεποιθήσεις που θεωρώ ανόητες ή μη αληθινές· προφορικές ή γραπτές λέξεις που δεν έχουν σημασία ή δεν έχουν νόημα
- ⮡ I was amazed at her nonsense.
- Έμεινα κατάπληκτος από την ανοησία της.
- ⮡ It’s nonsense to believe that…
- Είναι ανοησία να πιστεύεις ότι…
- ⮡ Everything I told him, he called nonsense.
- Όσα του διηγήθηκα, τα είπε ανοησίες.
- ⮡ What you said was a lot of nonsense.
- Αυτό που είπες ήταν μεγάλη ανοησία.
- ⮡ Don’t say nonsense.
- Μη λες κουταμάρες.
- ⮡ What you said was nonsense.
- Αυτό που είπες ήταν σαχλαμάρα.
- ≈ συνώνυμα: absurdity, baloney, batshit, bullcrap, bullshit, bunk, crap, drivel, garbage, gibberish, horseshit, foolishness και stupidity
- η ανοησία, η κουταμάρα, η σαχλαμάρα, ανόητη ή απαράδεκτη συμπεριφορά
- ⮡ His nonsense will get us in big trouble.
- Οι ανοησίες/κουταμάρες του θα μας βάλουν σε μεγάλους μπελάδες.
- ⮡ He doesn’t take any nonsense.
- Δεν σηκώνει σαχλαμάρες.