nonsensical
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | nonsensical |
συγκριτικός | more nonsensical |
υπερθετικός | most nonsensical |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnonsensical (en)
Πηγές
επεξεργασία- nonsensical - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 71, 658. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανόητος, παράλογος