gibberish
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
gibberish (en)
- ασυναρτησία, φράσεις ή ήχοι δίχως νόημα, άρες μάρες, αρλουμπολόγημα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
gibberish (en)
- ασυνάρτητος, αρλουμπολόγος (και παπάρας όμως η λέξη παπάρας εμφανίζει ευρύτερη νοηματική αντιπροσώπευση)