άρες μάρες
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
εναλλακτική ετυμολογία: άρες μάρες < (κουταμ)άρες, (κουτα)μάρες
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ɾεs 'ma.ɾεs/
ΈκφρασηΕπεξεργασία
(ανεπίσημο)
άρες μάρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
- ασυναρτησίες, ανοησίες, ασύντακτος λόγος.
- Ἄρες μάρες πιά, Μοῦσα, μὴν ψάλλῃς, / καιρὸς εἶναι τὰ μέτρα ν' ἀφήσῃς, / ἔλα γνῶσι ὀλίγη νὰ βάλῃς, / καὶ μὲ κόσμο καὶ ὕλη νὰ ζήσῃς. (Γεώργιος Σουρής, Ύλη)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- ανοησίες
- αρλούμπες
- ασυναρτησίες
- κουραφέξαλα
- κουταμάρες
- άρες μάρες κουκουνάρες
- από την Πόλη έρχομαι και στη κορφή κανέλα
- τρία πουλάκια κάθονταν...
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άρες μάρες
|