άρες μάρες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ɾes ˈma.ɾes/
Έκφραση επεξεργασία
άρες μάρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | άρες μάρες | ||
γενική | των | άρες μάρες | ||
αιτιατική | τις | άρες μάρες | ||
κλητική | άρες μάρες | |||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ασυναρτησίες, ανοησίες, ασύντακτος λόγος.
- ※ Ἄρες μάρες πιά, Μοῦσα, μὴν ψάλλῃς, / καιρὸς εἶναι τὰ μέτρα ν' ἀφήσῃς, / ἔλα γνῶσι ὀλίγη νὰ βάλῃς, / καὶ μὲ κόσμο καὶ ὕλη νὰ ζήσῃς. (Γεώργιος Σουρής, Ύλη)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- ανοησίες
- αρλούμπες
- ασυναρτησίες
- κουραφέξαλα
- κουταμάρες
- από την Πόλη έρχομαι και στη κορφή κανέλα
- τρία πουλάκια κάθονταν
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άρες μάρες
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ευγενία Μαρινάκου, Από τον Κόδρο του Γ. Βιζυηνού στον Κορόιδο του Γ. Σουρή, Νέα Εστία, τεύχος, 1895, σελ. 482