αρλουμπολόγημα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία elΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρλουμπολόγημα ουδέτερο, ενικός (αρλουμπολογήματα πληθυντικός)
- χαζά λόγια, κουτές ιδέες, κουταμάρες, κοτσάνες, βλακείες, μαλακίες
- λέξεις, φράσεις ή ήχοι δίχως νόημα