↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρλούμπα οι αρλούμπες
      γενική της αρλούμπας
    αιτιατική την αρλούμπα τις αρλούμπες
     κλητική αρλούμπα αρλούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρλούμπα < πιθανόν παραφθορά της ιταλικής λέξης, burla (ανόητος) ή της φράσης alla burla (για πλάκα)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾˈlum.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐λού‐μπα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρλούμπα θηλυκό

  • (συνήθως στον πληθυντικό) ανοησία, κουταμάρα, οποιαδήποτε πράξη, κατασκευή ή ακόμα και λόγος που στερείται κάποιας αξίας ή είναι κενό ουσίας
    ωχ, ο Νίκος ήπιε πολύ και άρχισε πάλι τις αρλούμπες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία