Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρλούμπας < αρλούμπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρλούμπας αρσενικό

  • που λέει αρλούμπες, ο αρλουμπατζής, ο αρλουμπολόγος

  Μεταφράσεις επεξεργασία