Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυναρτησία οι ασυναρτησίες
      γενική της ασυναρτησίας των ασυναρτησιών
    αιτιατική την ασυναρτησία τις ασυναρτησίες
     κλητική ασυναρτησία ασυναρτησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυναρτησία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσυναρτησία < α- (στερητικό) + συναρτώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.si.naɾ.tiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐συ‐ναρ‐τη‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασυναρτησία θηλυκό

  1. η έλλειψη λογικής σειράς και ειρμού
  2. (συνεκδοχικά) ο ακατανόητος λόγος, που δεν έχει λογική σειρά και ειρμό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία