Ετυμολογία

επεξεργασία
bullshit, αρχικά ουσιαστικό < bull (ταύρος) + shit (σκατό)
παραθετικά
θετικός bullshit
συγκριτικός more bullshit
υπερθετικός most bullshit

bullshit (en)

Επιφώνημα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενεστώτας bullshit
γ΄ ενικό ενεστώτα bullshits
αόριστος bullshitted, bullshit
παθητική μετοχή bullshitted, bullshit
ενεργητική μετοχή bullshitting

bullshit (en)