Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bullshit, αρχικά ουσιαστικό < bull (ταύρος) + shit (σκατό)

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός bullshit
συγκριτικός more bullshit
υπερθετικός most bullshit

bullshit (en)

  Επιφώνημα επεξεργασία

bullshit! (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bullshit (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (χυδαίο, κυριολεκτικά) το σκατό, η κουράδα
  2. (χυδαίο, μεταφορικά) μαλακίες, ασυναρτησίες, μπούρδες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • bullshit στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας bullshit
γ΄ ενικό ενεστώτα bullshits
αόριστος bullshitted, bullshit
παθητική μετοχή bullshitted, bullshit
ενεργητική μετοχή bullshitting

bullshit (en)

  Πηγές επεξεργασία