shit
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
shit | shits |
shit (en)
Σύνθετα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | shit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shits |
αόριστος | shit (ΗΠΑ), shitted (σπάνιο), shat |
παθητική μετοχή | shit (ΗΠΑ), shitted (σπάνιο), shat |
ενεργητική μετοχή | shitting |
shit (en)
Επιφώνημα επεξεργασία
shit (en)