Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʃɪt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shit shits

shit (en)

ενεστώτας shit
γ΄ ενικό ενεστώτα shits
αόριστος shit (ΗΠΑ), shitted (σπάνιο), shat
παθητική μετοχή shit (ΗΠΑ), shitted (σπάνιο), shat
ενεργητική μετοχή shitting

shit (en)

  Επιφώνημα

επεξεργασία

shit (en)