Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
shit
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Σύνθετα
1.3
Ρήμα
1.4
Επιφώνημα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈʃɪt
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
shit
shits
shit
(en)
(
χυδαίο
,
προφορικό
)
σκατά
Σύνθετα
επεξεργασία
shit show
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
shit
γ΄
ενικό
ενεστώτα
shits
αόριστος
shit
(
ΗΠΑ
)
,
shitted
(
σπάνιο
),
shat
παθητική μετοχή
shit
(
ΗΠΑ
)
,
shitted
(
σπάνιο
),
shat
ενεργητική
μετοχή
shitting
shit
(en)
(
χυδαίο
,
προφορικό
)
χέζω
Επιφώνημα
επεξεργασία
shit
(en)
γαμώ το
!,
γαμώτο
!