Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

φλυαρέω < φλύαρος < φλύω (ὑπερεκχειλίζω, ἀναβρύω)

  ΡήμαΕπεξεργασία

φλυαρέω

  1. μιλώ ανούσια, αυτά που λέω είναι αστόχαστα
    παῦσαι φλυαρῶν
  2. λέω ανοησία και γελοιοποιούμαι, λέω κάτι γελοίο
    ταῦτα δὲ λέγουσι φλυηρέοντες, ὡς ἐγὼ δοκέω : εγώ πιστεύω ότι αυτά ήταν ανοησίες (Ηροδ. Ιστορ. Βιβλ. 2ο, 131)

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • φλυαρεῖς ἔχων (είσαι εκτός θέματος, μιλάς ανούσια και θα γελοιοποιηθείς)
  • οὐ φλυαρῶ (δεν κάνω πλάκα, στα σοβαρά, τα εννοώ αυτά που λέω, δώστε σημασία)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία