Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συρρέω < αρχαία ελληνική συρρέω < σύν + ῥέω

  Ρήμα επεξεργασία

συρρέω

  • ρέω ή κινούμαι από διάφορες κατευθύνσεις και συγκεντρώνομαι σε ένα μέρος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία