συρροή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συρροή | οι | συρροές |
γενική | της | συρροής | των | συρροών |
αιτιατική | τη | συρροή | τις | συρροές |
κλητική | συρροή | συρροές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συρροή < (ελληνιστική κοινή) συρροή < αρχαία ελληνική συρρέω < σύν + ῥέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυρροή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρρέω
- η συγκέντρωση πλήθους
- συσσώρευση
- η από κοινού ροή πολλών υδάτινων ρευμάτων
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- κατά συρροή:
- στη σειρά, εξακολουθητικά
- (νομικός όρος) τέλεση πολλών αξιόποινων πράξεων από το ίδιο πρόσωπο, πριν από την τελεσίδικη καταδίκη του για κάποια από αυτές