Δείτε επίσης: ἀξιόποινος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιόποινος η αξιόποινη το αξιόποινο
      γενική του αξιόποινου της αξιόποινης του αξιόποινου
    αιτιατική τον αξιόποινο την αξιόποινη το αξιόποινο
     κλητική αξιόποινε αξιόποινη αξιόποινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιόποινοι οι αξιόποινες τα αξιόποινα
      γενική των αξιόποινων των αξιόποινων των αξιόποινων
    αιτιατική τους αξιόποινους τις αξιόποινες τα αξιόποινα
     κλητική αξιόποινοι αξιόποινες αξιόποινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξιόποινος < αξιό- + ποιν(ή) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική digne de punition. Διαφορετική η ελληνιστική λέξη ἀξιόποινος (που τιμωρεί δίκαια) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ksiˈo.pi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ξι‐ό‐ποι‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

αξιόποινος, -η, -ο

  • που αξίζει και πρέπει να τιμωρηθεί με ποινή (συνήθως για παραβίαση ποινικού νόμου)
    αξιόποινη πράξη

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία