influx
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
influx | influxes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinflux (en) (συνήθως στον ενικό)
- η συρροή, η εισροή, πολλοί άνθρωποι, χρήματα ή πράγματα φτάνουν κάπου
- ⮡ the influx of capital/wealth/tourists - η συρροή/εισροή κεφαλαίων/πλούτου/τουριστών
Πηγές
επεξεργασία- influx - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 265, 854-855. ISBN 9780194325684., λήμμα: εισροή, συρροή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- influx < δημώδης λατινική influxus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinflux (fr) αρσενικό άκλιτο
- υποθετικό ρευστό που μεταδίδει μια δύναμη ή ενέργεια
- Influx nerveux. - Μετάδοση ερεθισμού μέσω των νεύρων.