Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
flock flocks

flock (en)

  1. το σμήνος, το σμάρι πουλιών
  2. η αγέλη
  3. ο πλήθος ανθρώπων
ενεστώτας flock
γ΄ ενικό ενεστώτα flocks
αόριστος flocked
παθητική μετοχή flocked
ενεργητική μετοχή flocking

flock (en)

  • (αμετάβατο) συρρέω, για πλήθος που συγκεντρώνεται σε ένα μέρος και το κατακλύζει
    ⮡  People flocked to hear him.
    Οι άνθρωποι συνέρρεαν να τον ακούσουν.
    ⮡  The children flocked around their teacher.
    Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν γύρω από το δάσκαλό τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη assemble