flock
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
flock | flocks |
flock (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | flock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flocks |
αόριστος | flocked |
παθητική μετοχή | flocked |
ενεργητική μετοχή | flocking |
flock (en)
- (αμετάβατο) συρρέω, για πλήθος που συγκεντρώνεται σε ένα μέρος και το κατακλύζει
Πηγές
επεξεργασία- flock (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- flock (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830, 854. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρώνω, συρρέω