συγκεντρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɟenˈdɾo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκε‐ντρώ‐νο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κεν‐τρώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίασυγκεντρώνομαι, π.αόρ.: συγκεντρώθηκα, μτχ.π.π.: συγκεντρωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος συγκεντρώνω → δείτε και την κλίση
- παθητικές σημασίες του συγκεντρώνω
- συγκεντρώνω τις σκέψεις και τις ψυχικές μου διαθέσεις σε κάτι, αφοσιώνομαι σ’ αυτό
- ※ Άραξε στο κρεβάτι του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο που κρατούσε. (Νίκος Θέμελης (2014) Η αναχώρηση [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκεντρώνω τις σκέψεις μου