↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκεντρωμένος η συγκεντρωμένη το συγκεντρωμένο
      γενική του συγκεντρωμένου της συγκεντρωμένης του συγκεντρωμένου
    αιτιατική τον συγκεντρωμένο τη συγκεντρωμένη το συγκεντρωμένο
     κλητική συγκεντρωμένε συγκεντρωμένη συγκεντρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκεντρωμένοι οι συγκεντρωμένες τα συγκεντρωμένα
      γενική των συγκεντρωμένων των συγκεντρωμένων των συγκεντρωμένων
    αιτιατική τους συγκεντρωμένους τις συγκεντρωμένες τα συγκεντρωμένα
     κλητική συγκεντρωμένοι συγκεντρωμένες συγκεντρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκεντρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκεντρώνω

συγκεντρωμένος αρσενικό, συγκεντρωμένη θηλυκό, συγκεντρωμένο ουδέτερο

  1. που έχει συγκεντρωθεί, μαζεμένος
    οι στρατιώτες μοιράστηκαν τα συγκεντρωμένα λάφυρα
  2. που έχει συγκεντρωθεί σε ένα σημείο
    οι υπηρεσίες είναι συγκεντρωμένες στο κέντρο της πόλης
  3. που έχει συγκεντρωθεί σε ένα πράγμα, που έχει εστιάσει την προσοχή του
    τα παιδιά άκουγαν συγκεντρωμένα το μάθημα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία