συγκεντρωμένα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- από το επίθετο συγκεντρωμένος
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
συγκεντρωμένα (τροπικό)
- με πνευματική (ή ψυχική) συγκέντρωση
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συγκεντρωμένα
συγκεντρωμένα (τροπικό)