σμήνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σμήνος | τα | σμήνη |
γενική | του | σμήνους | των | σμηνών |
αιτιατική | το | σμήνος | τα | σμήνη |
κλητική | σμήνος | σμήνη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σμήνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σμῆνος[1] < ἑσμός < ἕζομαι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈzmi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμή‐νος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σμήνος ουδέτερο
- πλήθος εντόμων ή πραγμάτων
- (ειδικότερα) ομάδα αεροπλάνων που πετούν σε σχηματισμό
- (ειδικότερα) πλήθος μελισσών
- (συνεκδοχικά) η κυψέλη
- (αστρονομία) πυκνή συγκέντρωση αστέρων ή γαλαξιών
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σμήνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας