σμηναγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σμηναγός | οι | σμηναγοί |
γενική | του | σμηναγού | των | σμηναγών |
αιτιατική | τον | σμηναγό | τους | σμηναγούς |
κλητική | σμηναγέ | σμηναγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σμηναγός < σμήνος + -αγός < αρχαία ελληνική ἄγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασμηναγός αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) βαθμός αξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, αντίστοιχος με αυτόν του λοχαγού στον στρατό ξηράς. Είναι ο τρίτος βαθμός των αξιωματικών και ο τελευταίος από τους κατώτερους αξιωματικούς.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σμηναγός
|