επισμηναγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπισμηναγός αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) βαθμός αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας, αμέσως ανώτερος από αυτόν του σμηναγού. Είναι ο τέταρτος βαθμός των αξιωματικών και ο πρώτος από τους ανώτερους αξιωματικούς.
Μεταφράσεις
επεξεργασία επισμηναγός
|