Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατός ξηράς οι στρατοί ξηράς
      γενική του στρατού ξηράς των στρατών ξηράς
    αιτιατική τον στρατό ξηράς τους στρατούς ξηράς
     κλητική στρατέ ξηράς στρατοί ξηράς
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατός ξηράς < → δείτε τις λέξεις στρατός και ξηράς

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

στρατός ξηράς αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία