αεροπορία
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αεροπορία | αεροπορίες |
γενική | αεροπορίας | αεροποριών |
αιτιατική | αεροπορία | αεροπορίες |
κλητική | αεροπορία | αεροπορίες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αεροπορία θηλυκό
μόνο ενικός ως πεδίο δράσης, πληθυντικός για διαφορετικούς οργανισμούς
- το σύνολο των ανθρώπων, τεχνικών μέσων και δομών που αφορούν στη μετακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων στον αέρα
- (ειδικότερα) η Πολεμική Αεροπορία
- Αεροπορία Στρατού: μονάδες ελικοπτέρων που ανήκουν στο Στρατό Ξηράς
- λέξη που συμπεριλαμβάνεται στην ονομασία μιας εταιρείας αερομεταφορών
- η Ολυμπιακή Αεροπορία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- υπέρ της Αεροπορίας: (ειρωνικά) για χρήματα που δόθηκαν για έναν ορισμένο σκοπό αλλά σπαταλήθηκαν αλλού