↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεροπορικός η αεροπορική το αεροπορικό
      γενική του αεροπορικού της αεροπορικής του αεροπορικού
    αιτιατική τον αεροπορικό την αεροπορική το αεροπορικό
     κλητική αεροπορικέ αεροπορική αεροπορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεροπορικοί οι αεροπορικές τα αεροπορικά
      γενική των αεροπορικών των αεροπορικών των αεροπορικών
    αιτιατική τους αεροπορικούς τις αεροπορικές τα αεροπορικά
     κλητική αεροπορικοί αεροπορικές αεροπορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αεροπορικός < αεροπόρ(ος) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.e.ɾo.po.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο‐πο‐ρι‐κός
ομόηχο: αεροπορικώς

  Επίθετο

επεξεργασία

αεροπορικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία