aviation
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
- η αεροπορία, αεροπορικός
- ⮡ commercial aviation - εμπορική αεροπορία
- ⮡ The reporting that covered the funerals of the victims of the aviation tragedy bordered on sensationalism.
- Το ρεπορτάζ που κάλυψε της κηδείες των θυμάτων της αεροπορικής τραγωδίας, κινήθηκε στα όρια του κιτρινισμού.