λοχαγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λοχαγός | οι | λοχαγοί |
γενική | του | λοχαγού | των | λοχαγών |
αιτιατική | τον | λοχαγό | τους | λοχαγούς |
κλητική | λοχαγέ | λοχαγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλοχαγός αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) κατώτερος αξιωματικός, ο οποίος είναι διοικητής λόχου του στρατού ξηράς, με βαθμό ανώτερο του υπολοχαγού και κατώτερο του ταγματάρχη. Συντομογραφία: λγός
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ταγματάρχης (↑ανώτερος)
- υποταγματάρχης
- επιλοχαγός
- πρωθυπολοχαγός
- υπολοχαγός (↓κατώτερος)
- ιατρός (υγειονομικό)
- ίλαρχος (ιππικό / τεθωρακισμένα)
- υποπλοίαρχος (πολεμικό ναυτικό / λιμενικό σώμα)
- σμηναγός (πολεμική αεροπορία)
- προϊσταμένη (αδελφές νοσοκόμες)
- βοηθός δικαστικός σύμβουλος Α΄ (δικαστικό)
- αστυνόμος Β΄ (αστυνομία)
- πυραγός (πυροσβεστική)