Δείτε επίσης: ἴλαρχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίλαρχος οι ίλαρχοι
      γενική του ίλαρχου
ιλάρχου
των ίλαρχων
ιλάρχων
    αιτιατική τον ίλαρχο τους ίλαρχους
ιλάρχους
     κλητική ίλαρχε ίλαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ίλαρχος < (ελληνιστική κοινήἴλαρχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ίλαρχος αρσενικό

  1. (παρωχημένο) αξιωματικός του ιππικού
  2. στρατιωτικός βαθμός στο όπλο των τεθωρακισμένων, αντίστοιχος του λοχαγού στο πεζικό· διοικητής ίλης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία