capitaine
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαcapitaine < λατινική capitaneus
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
capitaine | capitaines |
capitaine (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο πλοίαρχος, ο καπετάνιος, ο καραβοκύρης, o λοχαγός
- η καπετάνισσα