καραβοκύρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καραβοκύρης | οι | καραβοκύρηδες & καραβοκυραίοι |
γενική | του | καραβοκύρη | των | καραβοκύρηδων & καραβοκυραίων |
αιτιατική | τον | καραβοκύρη | τους | καραβοκύρηδες & καραβοκυραίους |
κλητική | καραβοκύρη | καραβοκύρηδες & καραβοκυραίοι | ||
Σπάνιοι οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού. | ||||
Κατηγορία όπως «νοικοκύρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καραβοκύρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καραβοκύρης < καράβι + κύρης[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαραβοκύρης αρσενικό (θηλυκό καραβοκύρισσα)
- (ναυτικός όρος, επάγγελμα) ο πλοιοκτήτης, ή ο συμπλοιοκτήτης με το μεγαλύτερο μέρισμα
- ο καπετάνιος, ή πλοίαρχος, που συνέβαινε να είναι και ο πλοιοκτήτης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καραβοκύρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- καραβοκύρης < καράβιν ή καράβ(ι) + κύρης
- καραβοκύρης < νέα ελληνικά: καραβοκύρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαραβοκύρης αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- γενική ενικού: καραβοκυροῦ
- ονομαστική πληθυντικού: καραβοκύροι, καραβοκυροί
Συγγενικά
επεξεργασία- καραβοκάτεργα
- → και δείτε τη λέξη καράβιν
Πηγές
επεξεργασία- καραβοκύριος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].