πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καραβοκύρης οι καραβοκύρηδες
& καραβοκυραίοι
      γενική του καραβοκύρη των καραβοκύρηδων
& καραβοκυραίων
    αιτιατική τον καραβοκύρη τους καραβοκύρηδες
& καραβοκυραίους
     κλητική καραβοκύρη καραβοκύρηδες
& καραβοκυραίοι
Σπάνιοι οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού.
Κατηγορία όπως «νοικοκύρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καραβοκύρης αρσενικό (θηλυκό καραβοκύρισσα)

  1. (ναυτικός όρος, επάγγελμα) ο πλοιοκτήτης, ή ο συμπλοιοκτήτης με το μεγαλύτερο μέρισμα
  2. ο καπετάνιος, ή πλοίαρχος, που συνέβαινε να είναι και ο πλοιοκτήτης

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
καραβοκύρης < καράβιν ή καράβ(ι) + κύρης
καραβοκύρης < νέα ελληνικά: καραβοκύρης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καραβοκύρης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία