πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κύρης οι κύρηδες
      γενική του κύρη των κύρηδων
    αιτιατική τον κύρη τους κύρηδες
     κλητική κύρη κύρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κύρης αρσενικό, στο θηλυκό κυρά

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη κύριος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα