παραγάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραγάδι | τα | παραγάδια |
γενική | του | παραγαδιού | των | παραγαδιών |
αιτιατική | το | παραγάδι | τα | παραγάδια |
κλητική | παραγάδι | παραγάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παραγάδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παραγάδι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, εργαλείο, αλιεία) πετονιά με πολλά αγκίστρια η οποία αρχικά είναι μαζεμένη σε ένα στρογγυλό πανέρι και κατόπιν ρίπτεται από σκάφος που κινείται με χαμηλή ταχύτητα ώστε να απλωθεί σε ευθεία γραμμή μέσα στη θάλασσα
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
παραγάδι στη Βικιπαίδεια