κυρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυρ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυρ ως προσφώνηση < κύρης (κύριος) με εξασθένιση της λέξης.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυρ αρσενικό άκλιτο
- (λαϊκό) κύριος (συνοδεύει πάντα κύριο όνομα ή επαγγελματικό)
- κυρ Γιάννης, κυρ αστυνόμος
Σημειώσεις
επεξεργασία- «Δεν σημειώνεται ενωτικό στα προτακτικά κυρ, καπετάν, και πάτερ»[2]
- Στο πολυτονικό σύστημα το συναντάμε: κύρ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυρ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κυρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 978‑960‑231‑131‑8, σελ.394, 13.2. Ενωτικό, (3)