κυρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κυρός | οι | κυροί |
γενική | του | κυρού | των | κυρών |
αιτιατική | τον | κυρό | τους | κυρούς |
κλητική | κυρέ | κυροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυρός < μεσαιωνική ελληνική παραφθορά του κύριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυρός αρσενικό
- (προσφώνηση) τιμητική προσφώνηση επισκόπων της ορθόδοξης εκκλησίας μόνο μετά το θάνατό τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυρός
|