αφέντης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αφέντης | οι | αφέντες & αφεντάδες |
γενική | του | αφέντη | των | αφεντών & αφεντάδων |
αιτιατική | τον | αφέντη | τους | αφέντες & αφεντάδες |
κλητική | αφέντη | αφέντες & αφεντάδες | ||
Κατηγορία όπως «αφέντης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αφέντης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφέντης < αρχαία ελληνική αὐθέντης[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈfen.dis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φέ‐ντης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αφέντης αρσενικό, αφέντισσα και αφέντρα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αφέντης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας