αφεντάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αφεντάνθρωπος | οι | αφεντάνθρωποι |
γενική | του | αφεντάνθρωπου & αφεντανθρώπου |
των | αφεντάνθρωπων & αφεντανθρώπων |
αιτιατική | τον | αφεντάνθρωπο | τους | αφεντάνθρωπους & αφεντανθρώπους |
κλητική | αφεντάνθρωπε | αφεντάνθρωποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφεντάνθρωπος < μεσαιωνική ελληνική αφεντάνθρωπος < αφέντης + άνθρωπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφεντάνθρωπος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφεντάνθρωπος
|