πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχοντάνθρωπος οι αρχοντάνθρωποι
      γενική του αρχοντάνθρωπου των αρχοντανθρώπων
    αιτιατική τον αρχοντάνθρωπο τους αρχοντάνθρωπους
     κλητική αρχοντάνθρωπε αρχοντάνθρωποι
Κατηγορία όπως «χοντράνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχοντάνθρωπος < αρχοντ- + -άνθρωπος < άρχοντας + άνθρωπος
ΔΦΑ : /aɾ.xonˈdan.θɾo.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχοντάνθρωπος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχοντάνθρωπος αρσενικό (θηλυκό αρχοντογυναίκα)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.