αρχοντογυναίκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχοντογυναίκα θηλυκό (αρσενικό αρχοντάνθρωπος)
- γυναίκα με εμφάνιση και τρόπους που ταιριάζουν σε αρχόντισσα
- γενναιόδωρη
- συχνά δίνει χρήματα σε φιλανθρωπίες, σκέτη αρχοντογυναίκα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχοντογυναίκα
|