λεβεντογυναίκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /le.ven.do.ʝiˈne.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐βε‐ντο‐γυ‐ναί‐κα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεβεντογυναίκα θηλυκό (αρσενικό λεβεντάνθρωπος)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις λεβέντης και γυναίκα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεβεντογυναίκα
|